μιαρός

μιαρός
-ή, -ό (ΑΜ μιαρός, και μιερός -ά, -ον)
1. βαμμένος, κηλιδωμένος ή μολυσμένος με αίμα
2. (γενικά) βρόμικος, λερωμένος, ακάθαρτος, ρυπαρός
3. (με ηθική σημ.) αισχρός, αχρείος
4. βέβηλος, ανίερος, ανόσιος («και οι μιαροί κατασκορπιούνται πάντα σκούζοντας...·», Σολωμ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μιαρόν
ζώο βρόμικο, απεχθές και βλαβερό
μσν.-αρχ.
1. αποκρουστικός, αποτρόπαιος, απεχθής
2. ασελγής, ακόλαστος
αρχ.
1. άσχημος
2. (ως κλητ. προσφώνηση) ὦ μιαρέ (με θωπευτική έννοια) κατεργάρη
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μιαρά
ενέργειες οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα τη μίανση τελετουργίας
4. φρ. α) «μιαραὶ ἡμέραι» — ημέρες τού μήνα τού αττικού ημερολογίου Ανθεστηριώνος, κατά τη διάρκεια τών οποίων προσφέρονταν εξιλαστήριες σπονδές στους νεκρούς
β) «ἡμέρα μιαρά»
(στη Ρώμη) αποφράδα ημέρα
γ) «φωνὴ μιαρά» — άξεστη, κτηνώδης φωνή (Ιπποκρ.): δ) «ὦ μιαρὰ κεφαλή» — αχρείε.
επίρρ...
μιαρώς και -ά (ΑΜ μιαρῶς) με μιαρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μιαίνω.
ΠΑΡ. μιαρία, μιαρότητα
μσν.
μιαρωσύνη.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μιαρόγλωσσος, μιαρολόγος, μιαρορρήμων, μιαροσιτία, μιαροτρώκτης, μιαρουργός
μσν.
μιαρογένης, μιαρόθρησκος, μιαρόκλωστος
νεοελλ.
μιαρολιθικός. (Β' συνθετικό) παμμίαρος
αρχ.
υπομίαρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μιαρός — stained masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρός — ή, ό 1. μολυσμένος, ακάθαρτος: Μιαρό σπίτι. 2. ανόσιος, ανίερος: Μιαρή γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μιαρά — μιαρός stained neut nom/voc/acc pl μιαρά̱ , μιαρός stained fem nom/voc/acc dual μιαρά̱ , μιαρός stained fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρώτερον — μιαρός stained adverbial comp μιαρός stained masc acc comp sg μιαρός stained neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρωτάτω — μιαρός stained masc/neut nom/voc/acc superl dual μιαρός stained masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρωτάτων — μιαρός stained fem gen superl pl μιαρός stained masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρῶν — μιαρός stained fem gen pl μιαρός stained masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρόν — μιαρός stained masc acc sg μιαρός stained neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρώτατα — μιαρός stained adverbial superl μιαρός stained neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρώτατον — μιαρός stained masc acc superl sg μιαρός stained neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”